- λουδοβίκειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκια) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ' και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και διάφορες αξίες, αλλ. λουίζιοβ. το ναπολεόνειο3. φρ. «λουδοβίκεια κυνάγχη»ιατρ. γαγγραινώδης φλέγμων τού εδάφους τού στόματος και τής υποϋοειδούς χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λουδοβίκος ΙΓ'. Ο τ. λουδοβίκειο (το) είναι απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. louis d'or και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. Λουδοβίκειον, από το 1851, στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα. Ο ιατρ. όρος λουδοβίκεια κυνάγχη είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Ludwig's angina < όν. τού Γερμανού χειρουργού Β. F. von Ludwig].
Dictionary of Greek. 2013.